προγινώσκω

προγινώσκω
προγιγνώσκω
know
pres subj act 1st sg (ionic)
προγιγνώσκω
know
pres ind act 1st sg (ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προγιγνώσκω — ΝΑ, και ιων. και μτνν. τ. προγινώσκω Α 1. γνωρίζω ή καταλαβαίνω κάτι εκ τών προτέρων («τά τε παρεόντα καὶ τὰ προγεγονότα καὶ τὰ μέλλοντα ἔσεσθαι προγιγνώσκειν», Ιπποκρ.) 2. προαισθάνομαι κάτι που πρόκειται να συμβεί στο μέλλον, προμαντεύω αρχ. 1 …   Dictionary of Greek

  • ՅԱՌԱՋ — ( ) NBH 2 0331 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 13c, 14c գ. ՅԱՌԱՋ ՅԱՌԱՋՍ. (ʼի բառէս Առաջ, առաջք. իբր մ.) ἕμπροσθεν ante, anterius . եւ բայիւ προβάλλω, προβιβάζω projicio, promoveo προέρχομαι,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”